- σουρμές
- ο сурьма
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
σουρμές — ο, Ν μαύρη χρωστική ουσία για την βαφή τών βλεφάρων και τών βλεφαρίδων. [ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. sourmes] … Dictionary of Greek